κιοφτές

κιοφτές
ο
βλ. κεφτές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεφτές — και κιοφτές, ο είδος φαγητού από ψιλοκομμένο κρέας ζυμωμένο με διάφορα καρυκεύματα και τηγανισμένο σε σφαιροειδή ή ελαφρώς πεπλατυσμένα τεμάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kofte] …   Dictionary of Greek

  • chiftea — CHIFTEÁ, chiftele, s.f. Preparat culinar de formă rotundă sau ovală făcut din carne tocată şi prăjită în grăsime. [var.: chefteá s.f.] – Din tc. köfte. Trimis de valeriu, 03.03.2003. Sursa: DEX 98  CHIFTEÁ s. (pop.) pârjoală. (O chiftea din… …   Dicționar Român

  • κεφτές — κεφτές, ο και κιοφτές, ο (λ. τουρκ.), είδος φαγητού από κιμά κρέατος που τηγανίζεται σε σφαιροειδείς θόλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”